ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΟΥ (από τα Ελληνικά του Λιαντίνη)

από τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Δημήτρη Λιαντίνη, σελίδα 45

"...ο τρόπος για να πλησιάσουμε την ποίηση δεν είναι λογοκρατικός. Εάν ειπώ, διαβάζω κάτι για να το εννοήσω, για να το εξηγήσω λογικά, για να του κάνω ανάλυση, ή για να βρω τα ωφέλιμα και τα ευάρεστα στοιχεία του δια μιας, έχω ειπεί κουβέντα ανθρώπου μισοπάλαβου.

Το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει, λέει ο Σεφέρης. Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σου χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.

Τότε σε πλημμυρίζει η κατάφαση. Αυτό που διαφορετικά το λέμε αισθητική συγκίνηση. Πίσω από το ποίημα νιώθεις την εμορφιά και τη μαγεία. Όπως ακριβώς πίσω από το πέσιμο του μήλου ο Νεύτων ένιωσε τη γήινη έλξη, και από την έκσταση που δοκίμασε υψώθηκε απότομα στην ουράνια μηχανική.

Ο Ελύτης στα νιάτα του έδωκε ένα σουρρεαλιστικό ορισμό στην ποίηση. Η ποίηση, είπε, είναι συνουσία επ' άπειρον. Εάν αυτός ο ορισμός για το γνήσιο ποιητή έχει ισχύ καταλυτικά ακατάλυτη, ο ευαίσθητος αναγνώστης συμμετέχει σ' αυτή τη σφαγή από δεύτερο χέρι. Όσο, να ειπούμε, συμμετείχε ο Πολύδωρος και η Νένα στη φλόγα του Ερωτόκριτου και της Αρετής.

Το συμπέρασμα, με μια πρόταση, είναι πως για να αποκτήσεις οργανικό δεσμό με τη λογοτεχνία μας χρειάζεται συνεχής αναστροφή, που δε γίνεται υπό τύπον αγγαρείας, αλλά πάντα σαν αναψυχή και χαρούμενος κόπος."